- κόγχη
- και κόχη, η (AM κόγχη)1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.)2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου τού σώματος που μοιάζει με κοχύλι (α. «κόγχη οφθαλμού» β. «τὸ ἔξωθεν ἐπικείμενον πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν, ὥσπερ φράγμα τοῡ γόνατος κόγχος καὶ κόγχη», Πολυδ.)νεοελλ.1. ανατ. α) ονομασία τριών μικρών οστέινων πετάλων τού έξω τοιχώματος κάθε ρινικής θαλάμηςβ) ονομασία τής βαθιάς κοιλότητας τού πτερυγίου τού αφτιού στην οποία εκβάλλει ο έξω ακουστικός πόρος2. ζωολ. προεξοχή καμπύλης στα πλάγια και λίγο πιο χαμηλά από την κοιλιά τών ζώων3. γεωλ. βύθισμα τής επιφάνειας τού εδάφους με αμφιθεατρικό σχήμα και απόκρημνα τοιχώματα που σχηματίζεται στα ανάντη μιας παγετώδους κοιλάδας και είναι αποτέλεσμα διεργασιών διάβρωσης στη βάση τής παγετώδους ρηγμάτωσης ενός παγετώνα, αλλ. χώνηνεοελλ.-μσν.1. το προς ανατολάς προεξέχον ημικύκλιο τμήμα τού Αγίου Βήματος μέσα ή μπροστά στο οποίο τοποθετείται η Αγία Τράπεζα2. κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση αγάλματος ή αγγείου για διακοσμητικούς σκοπούςμσν.γωνίααρχ.1. μικρό μέτρο για υγρά («τοῡ ἀνθέμου τρίψας ὅσον κόγχην», Ιπποκρ.)2. κάψα ή θήκη γύρω από σφραγίδα προσαρτημένη σε έγγραφο («τῇ κόγχη τῇ πάνυ σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπούσῃ», Αριστοφ.)3. το τεταρτημόριο τής σφαίρας4. παροιμ. α) «κόγχην διελεῑν» — για πολύ εύκολες πράξειςβ) «κόγχης ἄξιον» — λέγεται για πράγματα ανάξια λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η μόνη ΙΕ καταγωγής λ. με την οποία συνδέεται είναι το αρχ. ινδ. sańkha «μύδι». Η λατ. δανείστηκε από την ελλ. τα concha (κόγχη), conchylium (κογχύλιον), conchita (κογχίτης), καθώς και το congius (< κόγχος κατά το modius) ως τεχνικό όρο (μέτρο υγρών). Το κοίλωμα τού οστράκου τού μυδιού προκάλεσε τη γενίκευση τής σημασίας από «όστρακο» σε «κοίλωμα». Συνδέεται και με το κόχλος*.ΠΑΡ. κογχίτης, κογχύληαρχ.κογχαλίζω, κογχίζω, κογχίοναρχ.-μσν.κογχάριον, κογχωτόςνεοελλ.κογχαίος, κογχικός.ΣΥΝΘ. κογχοειδήςαρχ.κογχογενής, κογχοθήραςνεοελλ.κογχοβλεφαρικός, κογχοηθμοειδής, κογχολεπάδα, κογχόμετρο, κογχοστάτης, κογχοτομή, κογχοτομία].
Dictionary of Greek. 2013.